σχεδογραφικός

σχεδογραφικός
-ή, -όν, Μ [σχεδογραφία]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σχεδογραφία*.
επίρρ...
σχεδογραφικῶς Μ
με σχεδογραφικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”